-
1 жиклёр
1. тех. η εξακριβωμένη/διακριβωμένη οπή ή τρύπα (ροής) 2. (карбюратора) о αναβρυτήρ/ας (του καρμπυρατέρ), το ακροστόμιο, разг. о ζίγκλερ (ξεν.)продувать - καθαρίζω με αέρα τον - α, εξαερίζω τον - αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жиклёр
-
2 цилиндр
ο κύλινδρ/ος· *втулка - а το χιτώνιοη λαΐναнапр. в водяную рубашку τοποθετώ τον - ο σε χιτώνιο ύδατοςрасполагать - ы в ряд τοποθετώ τους - ους εν σειρά/σε σειράгидравлический - привода пресса с.-х. υδραυλικός - κίνησης πρέσαςкруговой - мат. κυκλικός ---печатный (по-лигр.) - εκτύπωσηςпрессующий мет. - συμπίεσης/πρεσαρίσματος- с водяной рубашкой (авто мех.) - με χιτώνιο ύδατοςтормозной - φρένου/πέδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цилиндр
-
3 камера
1. (помещение) о θάλαμος, το διαμέρισμαбродильная - ζύμωσης (του κρασιού, του ζύθου)водоприёмная гидр. - εισα-γωγής/αναρρόφησης νερούнасосная горн. - της αντλίαςотстойная - см. осадочная -сопловая (тепл.) - ακροφυσίωνтопочная (тепл.) - εστίας/καύσηςфорсажная ав. - υπερσυμπίεσης2. (авто) (внутренняя оболочка шины) о αεροθάλαμος του επισώ-τρου, разг. η σαμπρέλλα (ξεν.) 3. (внутренняя часть фотоаппарата) το εσωτερικό τμήμα (της φωτογραφικής μηχανής) 4. (шлюзовая) мор. η δεξαμενή (για την κάθετη μετακίνηση του πλοίου) σε ανισόπεδη διώρυγα, η δεξαμενή ρύθμισης στάθμης·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > камера
-
4 высота
1. (расстояние по вертикали) το ύψοςабсолютная - (над уровнем моря) απόλυτο/πραγματικό - (πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας)критическая ав. - κρίσιμο -, τελικό -- надводного борта (судна) - εξάλων, εφεδρικό -- неровностей профиля по десяти точкам (шероховатость поверхности) - των δέκα σημείων (τραχύτητας της επιφάνειας)пьезометрическая - πιεζο-μετρικό -, υδροστατικό -2. (звука) το ύψος (συχνότητα) του ήχου 3. (вертикальный рамер балки, сосуда и т.п.) το ύψοςмаксимальная - μέγιστο -, ανώτερο -4. (возвышенность) το ύψωμαο λόφος5. астр. το ύψοςисправленная - (нвг.) διορθωμένο -истинная - αληθές (του εξάντα) -, πραγματικό -- μεσημβρινού, το μεσημβρινό έξαρμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > высота
-
5 жидкость
το υγρότο ρευστόпротивообледенительная - αντιψυκτικό -, разг. το παραφλού (ξεν.)рабочая - λειτουργίας/εργασίαςтормозная - πέ-δης/φρένωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жидкость
-
6 колпак
тех. το κάλυμμα, η καλύπτρα, η κεφαλή- обтекатель мор. о κώνος (της έλικας, του άξονα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колпак
-
7 корпус
1. тех. το σώμα, ο κορμός, το κέλυφος, το πλαίσιο, η θήκη· - амортизатора - του απορροφητήρα κραδασμών- транзистора - της κρυσταλλολυχνίας, разг. του τρανζίστορ (ξεν.)2. (остов судна) το σκάφος* наружный - судна το εξωτερικό περίβλημα του σκάφους 3. (здание) το (χωριστό) τμήμα (ενός) μεγάλου οικο-δομήματος/κτηρίου 4. полигр. το στοιχείο των 10 στιγμών 5. (туловище) το σώμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корпус
-
8 патрубок
тех. о σωλήνας διακλάδωσηςприёмный - εισαγωγής/αναρρόφησηςприёмный - осушительного насоса - αναρροφητικός - της αντλίας αποστράγγισης- турбины выхлопной - εξαγωγής (καυσαερίων) τουστροβίλου/της τουρμπίνας- центробежного вентилятора входной{}выходной{} - εισαγωγής/εξαγωγής του φυγόκενρου ανεμιστήραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > патрубок
-
9 подача
тех. η τροφοδοσία, η παροχή- насоса η παροχή/απόδοση της αντλίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подача
-
10 производительность
1. (интенсивность труда) η παραγωγικότητα 2. (объём производства) η παραγωγ/ή 3. (потенциал, возможности) η απόδοση, η ικανότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > производительность
-
11 червяк
1. маш. о κοχλίας/η βίδα, η έλι-κα/έλιξ 2. см. червь.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > червяк